- παθηματικός
- παθηματικός, -ή, -όν (Α) [πάθημα]ο υποκείμενος σε παθήματα, σε παθητικές καταστάσεις («τὸ παθηματικὸν τῆς ψυχῆς μόριον», Ιουλ.).επίρρ...παθηματικῶς (Α)με παθηματικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παθηματικόν — παθηματικός liable to masc acc sg παθηματικός liable to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)